- ἀπαράθραυστον
- ἀπαράθραυστοςunshakenmasc/fem acc sgἀπαράθραυστοςunshakenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαράθραυστος — ἀπαράθραυστος, ον (AM) αυτός που δεν μπορεί να σπάσει, ο ασάλευτος («τὴν πίστιν ἀπαράθραυστον ἔχοντες») … Dictionary of Greek